προσείκελος

προσείκελος
-έλη, -ον, Α
κάπως όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής (α. «θηρία πτερωτά, τῇσι νυκτερίσι προσείκελα», Ηρόδ.
β. «γλυκύτητα δὲ τοῡ φοίνικος τῷ καρπῷ προσείκελος», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εἴκελος«όμοιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσείκελος — somewhat like masc nom sg προσείκελος somewhat like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσείκελον — προσείκελος somewhat like masc acc sg προσείκελος somewhat like neut nom/voc/acc sg προσείκελος somewhat like masc/fem acc sg προσείκελος somewhat like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεικέλους — προσείκελος somewhat like masc acc pl προσείκελος somewhat like masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσείκελα — προσείκελος somewhat like neut nom/voc/acc pl προσείκελος somewhat like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεικέλην — προσείκελος somewhat like fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… …   Dictionary of Greek

  • προσεικής — ές, Α 1. προσείκελος* 2. κολακευτικός, θωπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εικής (< ΙΕ ρ. *weik «αληθεύω, μοιάζω», πρβλ. εἰκ ών, εἴκ ελος, ἔοικα), πρβλ. επι εικής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”